Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, οι Η.Π.Α. πέρασαν ένα νόμο που περιόριζε, αν δεν απαγόρευε τελείως, την μετανάστευση από τις χώρες της Νότιας Ευρώπης. Ο λόγος τους ήταν απλός και αντηχεί έως τις μέρες μας: άνθρωποι από αυτές τις χώρες, την Ισπανία, την Ιταλία, την Ελλάδα, θεωρούνταν κατώτεροι και χαμηλής διανοητικής ικανότητας.
Στις 7 Μαϊου του 1929, πέντε Καριώτες πέρασαν στη Βέρα Kρούζ του Μεξικό, και περίμεναν στα σύνορα του Μεξικού με την ελπίδα ότι θα περάσουν στην Αμερική: ο Ιωάννης, ο Βασίλης, ο Αντώνης, ο Λεωνίδας και ο Γιώργης. Στις 8 Μαϊου ο Ιωάννης, ο μεγαλύτερος από τα τέσσερα αγόρια του Πέτρου, έγραψε ένα γράμμα στους γονείς του, όπου περιγράφοντας τη περιπέτειά τους να μπουν στη χώρα, αναγνώριζε τη καλή τους τύχη:
“Μάθεται ότι εχθές το πρωϊ ευθάξαμαι (φτάσαμε) εις Μεξικό αλλά όσοι είχαμαι τα διαβατιρια μας από πρώτης μέχρι δεκαπένται Μαϊου εκεινδινεύσαμαι νά βγουμαι διότι η Μετανάστευσης έκλησαι. Το Μεξικό δε δέχεται ξένους από 15 Μαϊου καί εδώ δέν έρχεται ξένος στο Μεξικό. Εμείς εβγήκαμαι διότι το διαβατίριόν μας το βγάλαμαι εις τας 10 του Μαϊου και πάλι εκεινδινεύσαμαι καί εξοδεύσαμαι καί λεπτά. Αλλά ας πω ότι είμεθα τιχερί διότι είμεθα εμείς οι τελευτέη όπου ήλθαμε στο Μεξικό”.
Στο γράμμα αυτό εκφράζει τις ελπίδες του για την επιτυχή τελική έκβαση της περιπέτειάς τους και παράλληλα ενημερώνει τους επόμενους που είναι στο νησί και σκέπτονται τη μετανάστευση να μη πάρουν αυτόν τον δρόμο για να φτάσουν στην Αμερική:
“Έχωμε μεγάλαις ελπίδες δια τον σκοπόν μας ελπίζομαι ότι θα περάσομαι αν μας βοϊθήσουν. Και οι μετανάστευσης όπου έκλησαι για μας όπου είμεθα εδώ είνε καλήτερον πιστεύω ότι τα μέτρα όπου έχει λάβη η Αμερική θα ελατωθούν γρήγορα. Και να μην αποφασίση κανένας διά το Μεξικό. Μόνον η Κουβα μένη ακόμα ελευθέρα”.
Κλείνοντας την επιστολή του και αφού έστειλε τους τελευταίους του χαιρετισμούς στα μικρά του αδέλφια, στη γυναίκα του και τα παιδιά του, “το Μαρθάκη και Νικολάκην” και στους άλλους συγγενείς του, ρωτάει για να μάθει “η σπορές πως πήγαναι" και για την υπόθεση του θείου του, του Θωμά, που είχε κάνει καμίνι για να βγάλει κάρβουνα και που τον πρόδωσαν και τον έσυραν στα δικαστήρια, αναγκάζοντάς τον να δώσει για πληρωμή σε αυτούς που τον είχαν προδώσει τα κάρβουνα. Στη τελευταία γραμμή του γράμματός του μεταφέρει στους γονείς του τους χαιρετισμούς των συντρόφων του σ’ αυτή τη περιπέτεια της μετανάστευσης.
Λίγες μέρες μετά απ’ αυτή την επιστολή, όταν οι 5 νεαροί άνδρες περνούσαν τα σύνορα του Μεξικό για την Αμερική, σε ενέδρα που τους έστησαν, ο Ιωάννης σκοτώθηκε. Ο Βασίλης τραυματίστηκε άσχημα, αλλά κατάφερε μαζί με τους υπόλοιπους να περάσει τα σύνορα. Μετά από μέρες έφτασε στη Νέα Υόρκη όπου ήταν κι άλλοι συγγενείς του, αλλά από φόβο μη τον απελάσουν από την Αμερική, καθότι ήταν “λαθραίος”, δεν πήγε στο Νοσοκομείο. Ένα μήνα μετά ο Βασίλης υπέκυψε στα τραύματά του.
Κάποτε οι “λαθρομετανάστες” ήμασταν εμείς. Εμείς παίζαμε κορώνα-γράμματα τη ζωή μας για την ελπίδα μιας καλύτερης και αξιοπρεπούς ζωής πίσω στον τόπο μας, αν όχι για μας, σίγουρα για τα παιδιά μας. Σήμερα οι “λαθρομετανάστες”, άνθρωποι από το Πακιστάν, το Μπαγκλαντέζ, την Νιγηρία και αλλού, που τάχα λογίζονται ως άνθρωποι “κατώτεροι" και “χαμηλότερης διανοητικής ικανότητας", όπως λογιζόμασταν κι εμείς, διασχίζουν ηπείρους και θάλασσες, όπως κάναμε κι εμείς. Κάποτε οι δικές μας ζωές, όπως και οι ζωές των ανθρώπων αυτών στις κατά τόπους Μανωλιάδες, χαρακτηρίστηκαν “παράνομες” και γι’ αυτό δεν άξιζαν τίποτα για τους γαιοκτήματες, τους βιομήχανους και τους επιστάτες τους.
Ευφροσύνη Κουτσούτη και Μαρία Μπαρέλη-Γαγλία
gagmaba@yahoo.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Διήγημα για τους παλιούς Καριώτες μετανάστες στην Αμερική
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Μαρίας Μπαρέλη-Γαγλία.