«Γαμώτο, η τέντα που αγόρασα δεν είναι καλή, δε μας χωράει και κλείνει με μεγάλη δυσκολία!! Δεν έκανα καλή επιλογή… Σκατά…!!!» Είχες τα νεύρα σου. Αμέσως σε κατάλαβε. Σε ήξερε πια. Για να βρίζεις σημαίνει ότι ήσουν τσατισμένος. Είχες αγοράσει μια πορτοκαλί τέντα για τον ήλιο, αντί για ομπρέλα. Για τις διακοπές σας. Δώδεκα μέρες, δώδεκα νύχτες στην Ικαρία μαζί της. Και ήθελες όλα να είναι τέλεια, να μη βρεθεί τίποτα να σας χαλάσει τη μαγεία.
Έπλενε κάτι καρέκλες στην πίσω τουαλέτα. Στο Αμάλου. 15αύγουστος. Όλοι θα ήταν στο πανηγύρι στη Λαγκάδα. Δεν μπορούσε να πάει. Δεν θα τον έβλεπε κανείς. Είχε πάψει από καιρό να είναι ορατός γιατί δεν τον έβλεπε εκείνη. Φυσικά η ίδια δεν το ήξερε. Είχε ακούσει ότι τα τελευταία χρόνια τον ‘λέγαν η «φωνή» αλλά έμενε στην Αθήνα και δεν ήξερε ότι δεν ήταν απλώς το νέο του παρατσούκλι.
17 χρονών, τι είχαν ζήσει να μου πεις; Αμούστακοι έρωτες, μονάχα το κορμί ό,τι θέλει. Σε λίγες ημέρες είχε γενέθλια και εκείνος θα ‘φευγε . Την ημέρα των Γενεθλίων της βρήκε! Του έταξε βόλτα. Θα έπαιρνε κρυφά το αγροτικό του πατέρα της και θα τον πήγαινε στον Αθέρα. Ήξερε να οδηγά. Πάντα όμως με τον μπαμπά και μόνο στο νησί. Στην Αθήνα δε θ’ άντεχε.