Στην Ικαρία φαίνεται πως «ό,τι αγαπάω εγώ, πεθαίνει».
Σήμερα έκλεισε κι επίσημα - για μένα - ο πέτρινος παραδοσιακός ξυλόφουρνος στον Πλακόστρωτο του Ευδήλου, με άδοξο τελετουργικό. Μ’ ένα σπασμένο τζάμι δίπλα στην κλειδωνιά, που παραβίασε την πάλαι ποτέ ορθάνοιχτή του πόρτα, παραβιάζοντας ταυτόχρονα και το δικαίωμα αυτού του χώρου, κι αυτής της πόλης, να έχει ψυχή. Και το δικαίωμα αυτής της γειτονιάς να έχει ένα στέκι όλο θαλπωρή. Ένα στέκι όπου μαζεύονταν οι καλύτερες ψυχές του Ευδήλου και της Μεσαριάς. Που αν έλειπε ο κυρ Δημήτρης, ο φούρναρης, έπαιρνες το ψωμί κι άφηνες τα χρήματα. Αν είχες πάει δηλαδή εκεί για το ψωμί, γιατί συνήθως πήγαινες για τον κυρ Δημήτρη, την παρέα και την κουβέντα. Άλλες φορές, αν έλειπε ο κυρ Δημήτρης, θα ήταν εκεί στο πόδι του άλλοι, καλοί φίλοι να τον βοηθήσουν. Άνθρωποι που δεν πάν στα καφενεία. Μόνο ως εκεί. Άνθρωποι που τώρα θα μένουν κι αυτοί στα σπίτια τους, χωρίς την καθημερινή επαφή και την κουβέντα.
Όπως έμεινε μάλλον σήμερα κι ο κυρ-Δημήτρης. Που ήταν ήδη σε φάση σύνταξης, αλλά δεν τα είχε παρατήσει. Που και να διδάξει τα μυστικά του στον επόμενο, δε θα υπάρχει επόμενος. Γιατί οι προδιαγραφές που έχουν σκοτώσει κάθε τι ωραίο στην Ελλάδα, δε θα επέτρεπαν πλέον στους καινούριους να λειτουργήσουν το φούρνο, ακόμα κι αν ήθελαν. Οι προδιαγραφές, που μόνο ακυρώνουν τις τέχνες, τους τεχνίτες, τον αυθορμητισμό και τη ζωή ολάκερη.